thirofylakes

Η θηροφύλαξη αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα για την προστασία της άγριας πανίδας που εντάσσεται στη φυσική μας κληρονομιά και την ανάπτυξη της βιοποικιλότητας.

H διαπιστωθείσα απουσία ουσιαστικής θηροφύλαξης από το Δημόσιο, μαζί με την ανάγκη εξασφάλισης της προστασίας του περιβάλλοντος ώθησαν τις Κυνηγετικές Οργανώσεις της χώρας στην πρόσληψη φυλάκων θήρας.

Με πρωτοβουλία της Κ.Σ.Ε οι Κυνηγετικές Οργανώσεις για μια ακόμη φορά βοηθούν με καθόλα νόμιμες ενέργειες το κράτος, αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες κυνηγοί με αποκλειστικά δικούς τους πόρους και δαπάνες προστατεύουν το περιβάλλον χρηματοδοτώντας τη λειτουργία του σώματος της Θηροφυλακής.
Η παρουσία της Θηροφυλακής των Κυνηγετικών Οργανώσεων στην ύπαιθρο από το 2000 και έπειτα επιτελεί πέρα από κατασταλτικό και ένα πολύ σοβαρό προληπτικό έργο κατά της λαθροθηρίας, όπως αποδεικνύεται και από τη συνεχή μείωση των παραβάσεων στην πορεία των ετών.
Στα δέκα χρόνια λειτουργίας της Θηροφυλακής έχουν πραγματοποιηθεί περισσότεροι από 1.000.000 έλεγχοι και έχουν διαπιστωθεί περισσότερες από 18.000 παραβάσεις του Δασικού Κώδικα, για τις οποίες τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες (μηνύσεις - κατασχέσεις παρανόμων μέσων κ.τ.λ.) από το Νόμο. Με αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται περίτρανα σε όλους ότι η προστασία του Περιβάλλοντος, με έργα όχι με λόγια, είναι έργο των κυνηγών μέσω των Κυνηγετικών Οργανώσεων.
Η Θηροφυλακή μας αποτελεί την αιχμή του δόρατος των Κυνηγετικών Οργανώσεων και των κυνηγών, που θέλουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από κάθε λογής παράνομους οπλοφόρους.

Πολύπλευρη δραστηριότητα
Η δραστηριότητα του σώματος τούτου δεν περιορίζεται μόνο στη δίωξη και πάταξη της λαθροθηρίας, αλλά παρέχει τη συνδρομή του και γενικότερα τις υπηρεσίες του όπου τούτο από την πολιτεία ζητηθεί (υποστηρίζει εθελοντικά την πολιτεία κατά την εκδήλωση άσχημων καιρικών φαινομένων, θεομηνιών, πυρκαγιών, πυροπροστασίας κ.λπ).
Πρέπει πλέον να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε στα χέρια μας ένα δικό μας «εργαλείο».
Ένα δικό μας μέσο που στοχεύει τη διεξαγωγή του κυνηγίου κάτω και σύμφωνα με το υπάρχον νομικό πλαίσιο. Στοχεύει να ασκείται η κυνηγετική δραστηριότητα απ' όλους μας με ίσους όρους και με τους ίδιους κανόνες. Στοχεύει να εξουδετερώσει τους «πονηρούς» οι οποίοι με παράνομα και αθέμιτα μέσα, εκτός κυνηγετικής περιόδου ή κατά απαγορευμένους χρόνους και ημέρες, καρπώνονται τα θηράματα με αποτέλεσμα για εμάς τους νομοταγείς να μην υπάρχει θήραμα.

Ας απομονώσουμε τους ελάχιστους
Αντί όμως να στηρίξουμε το θεσμό τούτο, αντί να συμπαρασταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις στα παιδιά που νύχτα και ημέρα, άοπλοι, προσπαθούν να πετύχουν στην αποστολή τους και να πατάξουν τη λαθροθηρία, στόχο που πιστεύω έχουν όλοι οι συνάδελφοί μας κυνηγοί, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι νομοταγείς, εν τούτοις υπάρχουν ορισμένοι, ευτυχώς ελάχιστοι, οι οποίοι προσπαθούν να αποδυναμώσουν το θεσμό και να περάσουν στον κόσμο την αντίληψη ότι είναι παράνομοι, ότι δεν δικαιούνται να ασκούν αστυνόμευση, ότι δήθεν ο θεσμός αυτός έχει καταργηθεί με αποφάσεις του Σ.τ.Ε. κι εν πάσει περιπτώσει ότι δεν πρέπει να δεχόμαστε των έλεγχό τους κ.λπ.

Νομική θεμελίωση – Αρμοδιότητες
Όλες οι Κυνηγετικές Οργανώσεις δύνανται, δαπάναις των, να προσλαμβάνουν ιδιωτικούς φύλακες θήρας. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 267 του Ν.Δ. 86/69 «3. Κυνηγετικές Οργανώσεις ... δύνανται δαπάναις των να προσλαμβάνουν ιδιωτικούς φύλακες θήρας. Ούτοι αναγνωρίζονται, μετά πρότασιν της αρμόδιας δασικής αρχής, υπό του Υπουργού Γεωργίας ως φύλακες θήρας, εξομοιούμενοι εις ό,τι αφορά εις τα καθήκοντα και δικαιώματα με τους εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου τοιούτους, πλην της αντιμισθίας.
Η έδρα και η περιφέρεια φυλάξεως ορίζεται εν τη αποφάσει αναγνωρίσεως, μετά προηγουμένην σύμφωνον πρότασιν της κυνηγετικής οργανώσεως...». Αυτή ήταν η διατύπωση της ανωτέρω παραγράφου όταν ψηφίστηκε το ως άνω Ν.Δ. 86/69 την 18-1-1969. Στη συνέχεια ψηφίστηκε ο νόμος 177/1975, ο νόμος 2637/1998.
Με τους νόμους αυτούς παρέμεινε το ίδιο καθεστώς όσον αφορά την πρόσληψη κ.λπ. φυλάκων θήρας. Ακολούθως, κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 7 και 10 του άρθρου 266 και της παρ. 3 και 4 του άρθρου 267, εκδόθηκαν αρχικά η υπ' αριθ. 101464/3416/29.7-10.8.1999 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας και ακολούθως η υπ' αριθ. 99729/3481/1-24.8.2000 απόφαση του ιδίου Υφυπουργού με τις οποίες, μεταξύ των άλλων, δημιουργήθηκε η ομοσπονδιακή θηροφυλακή, καθορίστηκε το ύψος του ποσού υπέρ της ομοσπονδιακής θηροφυλακής που έπρεπε να κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό της Κ.Σ.Ε., ρυθμίστηκε το ζήτημα κάλυψης των εξόδων λειτουργίας της θηροφυλακής και ρυθμίστηκε ο τρόπος πρόσληψης, ιδιοκτησιακό καθεστώς κ.λπ. των φυλάκων θήρας κ.λπ.
Κατά της πρώτης των άνω αποφάσεων ασκήθηκε ενώπιον του Σ.τ.Ε. η από 14/10/1999 αίτηση ακύρωσης και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3943/2001 απόφαση του δικαστηρίου τούτου με την οποία καταργήθηκαν οι παράγραφοι 1,3,5 και 11 των ως άνω υπουργικών αποφάσεων που αφορούσαν τα αμέσως ανωτέρω θέματα ως εκτός νομικής εξουσιοδότησης. Ταυτόχρονα, όμως, το Δικαστήριο αυτό δέχτηκε (Σ.τ.Ε.) ότι οι κυνηγετικές οργανώσεις δύνανται να προσλαμβάνουν δαπάναις των ιδιωτικούς φύλακες θήρας και ότι αυτοί εξομοιούνται σ' ό,τι αφορά στα καθήκοντα και δικαιώματα με τους εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου τοιούτους πλην της αντιμισθίας.
Η έδρα και η περιφέρεια φύλαξης ορίζεται εν τη αποφάσει αναγνωρίσεως μετά προηγουμένην σύμφωνον πρότασιν της κυνηγετικής οργανώσεως...». Ακολούθως ψηφίστηκε ο νόμος 3170/2003 ο οποίος δεν τροποποίησε το ανωτέρω νομικό καθεστώς, όμως αναγνωρίστηκε δι' αυτού ότι όσα ποσά είχαν εισπραχθεί για τους ιδιωτικούς φύλακες θήρας από την Κ.Σ.Ε., νόμιμα διατέθηκαν απ' αυτήν για την κάλυψη δαπανών μισθοδοσίας, κίνησης, εξοπλισμού κ.λπ.
Τέλος, την 24/12/2003 ψηφίστηκε ο νόμος 3208 με την παρ. 13 του άρθρου 1 του οποίου προσετέθη στο άρθρο 267 παρ. 3 του Ν.Δ. 86/69, εδάφιο με το οποίο ορίστηκαν τα εξής: «Οι αναγνωριζόμενοι ως ιδιωτικοί φύλακες θήρας θεωρούνται, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρου 13 περίπτωση α του Ποινικού Κώδικα, δυνάμενοι να προβαίνουν σε όλες τις προανακριτικές πράξεις για τις παραβάσεις των περί θήρας διατάξεων, όπως το άρθρο 289 του Δασικού Κώδικα ορίζει. Στις σχετικές δίκες μπορούν να παρίστανται, χωρίς προδικασία και ανεξαρτήτως περιουσιακής ζημίας ως πολιτικώς ενάγουσες και οι κυνηγετικές οργανώσεις...».
Το άρθρο 289 παρ. 2 ορίζει «2. Οι υπάλληλοι και τα όργανα της παρ. 1 ΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΘΗΡΑΣ, δικαιούνται να ερευνούν πάντα κυνηγετικό σάκο ως και τα μηχανοκίνητα μέσα έχοντες δικαιώματα και καθήκοντα ανακριτικών υπαλλήλων έτι δε και να προβαίνουν εις σωματική έρευνα κατά τα εν άρθρο 257 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οριζόμενα.
Οι ανωτέρω υποχρεούνται όπως επί πάσης παραβάσεως των διατάξεων του παρόντος, καθ' οιονδήποτε περίοδο κατάσχουν την άδεια θήρας, τα όπλα ως και πάντα τα χρησιμοποιηθέντα μέσα δια την ενέργεια παρανόμου θήρας, έτι δε και τα θηράματα εις οιανδήποτε κατάσταση και αν ευρίσκονται πάντα εφαρμοζόμενων περαιτέρω των διατάξεων του άρθρου 288...».
Το άρθρο 257 του Κ. Ποιν. Δικ. ορίζει «σωματικές έρευνες 1. Στους κατηγορούμενους γίνεται σωματική έρευνα όταν εκείνος που διεξάγει την ανάκριση κρίνει ότι εξαιτίας σπουδαίων λόγων είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας, σε τρίτα πρόσωπα γίνεται όταν υπάρχει σοβαρή και βάσιμη υπόνοια ή απόλυτη ανάγκη...».

Καθήκοντα και υποχρεώσεις
Από τον συνδυασμό όλων των ανωτέρω προκύπτουν τα εξής:
1. Ότι οι αποτελούντες τη θηροφυλακή φύλακες που έχουν προσληφθεί από τις κυνηγετικές οργανώσεις έχουν νόμιμα και σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία προσληφθεί αφού έχουν ορκιστεί και αναγνωριστεί από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας που κατέστη αρμόδιος προς τούτο μετά την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων (Ν. 2647/1998).
2. Εξομοιούνται πλήρως ως προς τα καθήκοντα και τα δικαιώματά των προς τους φύλακες θήρας του Δημοσίου. Μεταξύ των άλλων δύνανται:
α) Να ασκούν έλεγχο οιαδήποτε περίοδο είτε σε άτομα είτε σε μηχανοκίνητα μέσα,
β) Να ασκούν προανακριτικά καθήκοντα θεωρούμενοι δε και ως δημόσιοι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. α του Ποινικού Κώδικα. Τούτο σημαίνει ότι αν κάποιος αρνηθεί τη συνδρομή του προς αυτούς (π.χ. παράδοση του όπλου του για κατάσχεση, της άδειας θήρας κ.λπ.) διαπράττει το αδίκημα της απείθειας του άρθρου 169 του Π.Κ.
γ) Να διεξάγουν έρευνα (ακόμη και σωματική) στα αυτοκίνητα, τους κυνηγετικούς σάκους κ.λπ.
3. Υποχρεούνται να κατάσχουν κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για τη διενέργεια
παράνομης θήρας όπως σε κάθε περίπτωση που παραβιάζεται διάταξη αναφερόμενη στη θήρα όπως την άδεια θήρας, τα όπλα, ό,τι χρησιμοποιήθηκε για τη διενέργεια παρανόμου θήρας, τα θηράματα κ.λπ.
4. Δύνανται με τη συνδρομή ή όχι της αστυνομικής αρχής να εφαρμόσουν την αυτόφωρο διαδικασία.
5. Έχουν δικαίωμα να ασκούν αστυνόμευση σ' ολόκληρη τη γεωγραφική περιοχή της ομοσπονδίας τους.

Χρέος μας να βοηθήσουμε
Αυτή είναι η αλήθεια για τη θηροφυλακή των κυνηγετικών οργανώσεων, όλοι μας πρέπει να βοηθήσουμε τον θεσμό τούτο, άλλωστε οι θηροφύλακες δεν είναι εχθροί μας αλλά φίλοι μας κι έτσι πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε. Κανείς απ' αυτούς δεν επιθυμεί να κατάσχει την άδειά μας ή το όπλο μας κ.λπ. Θα είμαστε ευτυχείς αν εκλείψει τελείως η λαθροθηρία και δεν υποβληθεί ούτε μία έστω μήνυση. Αυτό θα είναι το ιδανικό.
Τέλος, πρέπει και οι θηροφύλακες να ασκούν τα καθήκοντά τους με ευγένεια και σεβασμό στον ελεγχόμενο. Εξυπακούεται ότι πριν από κάθε έλεγχο πρέπει να καταστούν γνωστή την ιδιότητά τους και να επιδεικνύουν την υπηρεσιακή τους ταυτότητα. Δεν είναι υποχρεωτικό να φέρουν την υπηρεσιακή τους στολή.